λευκωματοειδής

λευκωματοειδής
ης, ες белковый, похожий на белок;

λευκωματοειδεις ούσίαι — белковые вещества, протеины


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "λευκωματοειδής" в других словарях:

  • λευκωματοειδής — ές 1. αυτός που ως προς τη σύστασή του μοιάζει με λεύκωμα 2. (τό ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα λευκωματοειδή (βιοχ.) τα αλβουμινοειδή. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεύκωμα. Για τη λ. ως επιστημον. όρο βλ. λ. αλβουμινοειδή. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο… …   Dictionary of Greek

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

  • αιμοσφαιρίνη — αιμοσφαιρίνη, η και αιμογλομπίνη, η (ιατρ.), ουσία λευκωματοειδής που αποτελεί το κύριο συστατικό των ερυθρών αιμοσφαιρίων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»